- ὡρολογικός
- ὡρολογ-ικός, ή, όν,A telling the hour, Eust. ad D.P.223.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωρολογικός — ή, ό / ὡρολογικός, ή, όν, ΝΜ [ὡρολόγιον] νεοελλ. ωρολογιακός μσν. αυτός που λέει τις ώρες … Dictionary of Greek
ὡρολογικοί — ὡρολογικός telling the hour masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)